καρφώνω

καρφώνω
[καρφί]
1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια»)
2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι»)
3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς τίποτα, θα σέ καρφώσει αμέσως»)
4. (στο βόλεϋ) χτυπώ δυνατά τη μπάλα ώστε να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο τής αντίπαλης ομάδας
5. κατασκευάζω σκελετό πλοίου
6. κολλάω
7. (για άγκυρα) στερεώνομαι στον πυθμένα
8. ξορκίζω, αντιμετωπίζω εχθρό ή απειλή κάνοντας μάγια στο ομοίωμά του
9. επισημαίνω με το βλέμμα, σταμπάρω κάποιον
10. φρ. α) «καρφώνω κάπου τα μάτια μου» — προσηλώνω τα μάτια μου κάπου, κοιτάζω κάπου επίμονα
β) «μού καρφώθηκε αυτή η ιδέα» — μού έγινε έμμονη ιδέα
γ) «καρφώνεται κάτι στο κεφάλι μου» — μπαίνει κάτι στον νου μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρφώνω — καρφώνω, κάρφωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… …   Dictionary of Greek

  • καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… …   Dictionary of Greek

  • καρφώ — καρφῶ, όω (AM καρφώνω [κάρφος] μσν. 1. καρφώνω* 2. μέσ. πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κάπου αρχ. κάρφω* …   Dictionary of Greek

  • καταγομφώ — καταγομφῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπασσαλεύω — (AM, Α αττ. τ. καταπατταλεύω) κάνω μάγια καρφώνοντας πασσάλους, καρφώνω για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πασσαλεύω «καρφώνω με πασσάλους»] …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • προσγομφώ — όω, Α καρφώνω, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γομφῶ «καρφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”